- ερυθροπώγων
- οαυτός που έχει ερυθρό πώγωνα (γένια), ο κοκκινογένης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Rothbart, όπως ονομάστηκε ο Φρειδερίκος Α’, αυτοκράτορας τής Γερμανίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.