ερυθροπώγων

ερυθροπώγων
ο
αυτός που έχει ερυθρό πώγωνα (γένια), ο κοκκινογένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Rothbart, όπως ονομάστηκε ο Φρειδερίκος Α’, αυτοκράτορας τής Γερμανίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπαρόσα — Προσωνυμία (= ερυθροπώγων, δηλαδή με κόκκινη γενειάδα) του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’. Βλ. λ. Φρειδερίκος. Όνομα τριών αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”